- ευδοκίμηση
- [-ις (-εως)] η преуспевание, процветание; успех, удача
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευδοκίμηση — η (ΑΜ εὐδοκίμησις) [ευδοκιμώ] επιτυχία, προκοπή μσν. πίστη στον θεό αρχ. υπόληψη, εκτίμηση … Dictionary of Greek
ευδοκίμηση — η επιτυχία, προκοπή, ανάπτυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐδοκιμήσῃ — εὐδοκιμήσηι , εὐδοκίμησις to be of good repute fem dat sg (epic) εὐδοκιμέω to be of good repute aor subj mid 2nd sg εὐδοκιμέω to be of good repute aor subj act 3rd sg εὐδοκιμέω to be of good repute fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek
επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… … Dictionary of Greek
ευδοκιμία — εὐδοκιμία, ή (ΑΜ) [ευδόκιμος] 1. η ευδοκίμηση («μήτ εἴς τινας ὠφελείας ἐπιστημῶν βλέψαντες μήτε τινὰς εὐδοκιμίας», Πλάτ.) 2. ευτυχής έκβαση … Dictionary of Greek
ευόδωση — η (ΑΜ εὐόδωσις) [ευοδώνω] καλή πορεία, επιτυχής διεξαγωγή, αίσια έκβαση, τελεσφόρηση, επιτυχία, ευδοκίμηση … Dictionary of Greek
ζηλειάρης — α, ικο [ζήλεια] 1. (για συζύγους ή εραστές) αυτός που ανησυχεί για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, που διακατέχεται από το πάθος ζηλοτυπίας και το εκδηλώνει 2. αυτός που αισθάνεται θλίψη για την ευδοκίμηση κάποιου, ο ζηλόφθονος, ο φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατευδοκιμώ — κατευδοκιμῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευδοκιμώ) ευδοκιμώ πολύ, ξεπερνώ κάποιον σε ευδοκίμηση, σε καλή υπόληψη και δόξα («κατευδοκιμήσας Φαβίου», Διόδ.) … Dictionary of Greek
κατευημερώ — κατευημερῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευημερώ) υπερβαίνω κάποιον κατά την ευημερία, κατά την ευδοκίμηση αρχ. χαίρω τιμής και υπολήψεως, έχω καλό όνομα («ὅτι τῆς πρεσβείας ὢν ἡγεμὼν ἐγώ, καὶ κατευημερηκῶς παρ ὑμῑν», Αισχίν.) … Dictionary of Greek
κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… … Dictionary of Greek